stavretta - ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΓΑΙΑ


Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ


ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ



Τα πρώτα ελληνικά θέατρα, όπως άλλωστε και το ίδιο το δράμα, συνδέονται με τη λατρεία του Διονύσου.
 Ο ανοιχτός κυκλικός χώρος, που λατρευόταν ο θεός, με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη του διθυράμβου σε δράμα, μετασχηματίστηκε βαθμιαία στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική μορφή του αρχαίου θεάτρου.
Τρία ήταν τα βασικά μέρη του αρχαίου θεάτρου:

ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΑΤΡΟ ή ΚΟΙΛΟ
Το κυρίως θέατρο, το μέρος όπου κάθονταν οι θεατές, περιλάμβανε τα εδώλια (καθίσματα), που περιβάλλουν ημικυκλικά την ορχήστρα. Ονομάστηκε κοίλο λόγω του σχήματός τους, επειδή τα εδώλια κτίζονταν αμφιθεατρικά και ακολουθούν την πλαγιά του λόφου, στον οποίο συνήθως κατασκευαζόταν το θέατρο. Ένα ή δύο διαζώματα (πλατείς οριζόντιοι διάδρομοι) χώριζαν το κοίλο σε δύο ή τρεις ζώνες, για να επιτρέπουν την κυκλοφορία των θεατών. Τις σειρές των εδωλίων διέκοπταν κάθετα προς την ορχήστρα, σκάλες από τις οποίες οι θεατές ανέβαιναν στις πιο ψηλές θέσεις. Τα τμήματα των εδωλίων ανάμεσα στις σκάλες λέγονταν κερκίδες.
Η χωρητικότητα των αρχαίων θεάτρων ήταν μεγάλη. Το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα χωρούσε 17.000 θεατές, της Εφέσου 16.000, της Επιδαύρου 14.000.

Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ
Ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος ανάμεσα στο κοίλο και τη σκηνή, όπου «ωρχείτο» (έκανε ρυθμικές κινήσεις) ο χορός, αποτελούσε τηνορχήστρα. Όπως φαίνεται από τα θέατρα, που έχουν διασωθεί, η ορχήστρα ήταν λίγο χαμηλότερα από τη σκηνή. Σε ορισμένα θεατρικά έργα φαίνεται ότι ο χορός ανακατευόταν με τους υποκριτές, ιδιαίτερα στις κωμωδίες και το πιο πιθανό είναι ότι υποκριτές και χορευτές αρχικά κινούνταν στο ίδιο επίπεδο. Αργότερα οι υποκριτές χωρίστηκαν από τον χορό και έπαιζαν σε υπερυψωμένο επίπεδο. Η είσοδος του χορού στην ορχήστρα γινόταν από δύο πλάγια περάσματα, τις παρόδους. Στο κέντρο της ορχήστρας βρισκόταν ο βωμός του Διονύσου, ηθυμέλη, και πίσω από αυτήν έπαιρναν θέση ο αυλητής και ο υποβολέας.

Η ΣΚΗΝΗ
Η σκηνή, το τρίτο αρχιτεκτονικό μέλος του θεάτρου, εκτεινόταν πίσω από την ορχήστρα. Ήταν ένα απλό επίμηκες παράπηγμα, που έμεινε ξύλινο μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Προοριζόταν, αρχικά τουλάχιστον, για να φυλάνε οι υποκριτές τα ενδύματα και τα υλικά τους. Εκεί άλλαζαν ρούχα και προσωπείο και περίμεναν τη σειρά τους να εμφανιστούν. Κατά μήκος του τοίχου της σκηνής, προς το μέρος των θεατών, κατασκευάστηκε μια ξύλινη κι αργότερα πέτρινη ή μαρμάρινη εξέδρα (που ύστερα κάλυψε και μέρος της ορχήστρας), στην οποία μιλούσαν κι έπαιζαν οι ηθοποιοί. Ο χώρος αυτός ονομάστηκε λογείο και δεν υπήρχε κατά τους κλασικούς χρόνους.
Ο τοίχος της σκηνής πίσω από το λογείο παρίστανε ό,τι απαιτούσε το διδασκόμενο έργο. Συνήθως απεικόνιζε πρόσοψη ναού ή ανακτόρου με δύο ορόφους. Είχε μια ή τρεις πόρτες, από τις οποίες έβγαιναν στην ορχήστρα τα πρόσωπα του δράματος που βρίσκονταν στα ανάκτορα. Τα πρόσωπα που έρχονταν απέξω και όχι από τα ανάκτορα, έμπαιναν από τις δύο παρόδους.
Στην Αθήνα και στο θέατρο του Διονύσου επικράτησε η συνήθεια: οι εισερχόμενοι από την πόλη ή το λιμάνι έμπαιναν στη σκηνή από τη δεξιά, σε σχέση με τον θεατή, πάροδο, ενώ όσοι έφταναν από τους αγρούς από την αριστερή. Η σύμβαση αυτή ίσως συνδέεται με τα τοπογραφικά δεδομένα της Αθήνας.
Γενικά, ο χώρος του αρχαίου θεάτρου συνδέεται άμεσα με τη θεατρική πράξη, που σημαίνει ότι το δράμα μόνο στον συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό χώρο μπορούσε να λειτουργήσει θεατρικά.
Είναι γνωστό ότι με τον θεατρικό χώρο συνδέεται και η σκηνογραφία, όπως και η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων που εξασφαλίζουν την επιτυχία της θεατρικής σύμβασης.
Τα βασικότερα τεχνικά και μηχανικά μέσα του αρχαίου θεάτρου ήταν οι περίακτοι (δυο ξύλινοι πρισματικοί στύλοι με πίνακες στερεωμένους πάνω τους, που γύριζαν γύρω από άξονα και άλλαζαν, όταν χρειαζόταν, τη σκηνογραφία), το εκκύκλημα (φορείο όπου τοποθετούσαν ομοιώματα νεκρών, γιατί σπάνια έβλεπαν οι θεατές φόνο ή αυτοκτονία), το θεολογείο (είδος εξώστη στη στέγη της σκηνής από όπου μιλούσαν οι θεοί ή οι ημίθεοι), η μηχανή ή αιώρημα (είδος γερανού με καλάθι, που χρησίμευε για να παρουσιάσουν θεούς ή ημίθεους. Είναι γνωστή η φράση: «από μηχανής θεός»), οι χαρώνειες κλίμακες (είδος καταπακτής που επέτρεπε την άνοδο στη σκηνή των νεκρών, όταν το απαιτούσε το σενάριο), το βροντείο (μηχανή που χρησίμευε για να μιμηθούν τη βροντή).

ΟΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Οι δραματικοί αγώνες συνδέονται με την αρχαία Αθήνα και ιδιαίτερα με το θέατρο του Διονύσου. Η διεξαγωγή των αγώνων αυτών στον χώρο του Διονύσου άρχισε να γίνεται μετά την οικοδόμηση του ναού προς τιμή του Διονύσου. Διαμορφώθηκε, λοιπόν, η νότια πλευρά της Ακρόπολης, έτσι ώστε να συμπεριλάβει τον χώρο για το κυκλικό λατρευτικό χορό, από τον οποίο προήλθε η ορχήστρα του θεάτρου και τα εδώλια των θεατών. Μετά τους Περσικούς πολέμους κατασκευάστηκαν στον ίδιο χώρο τα ξύλινα καθίσματα (ικρία), που τα χρησιμοποιούσαν ακόμα και στην περίοδο των τριών τραγικών ποιητών και του Αριστοφάνη. Με τον καιρό, άρχισε η αντικατάσταση των ξύλινων εδωλίων με πέτρινα, που ολοκληρώθηκε επί άρχοντος Λυκούργου, γύρω στα 330 π.Χ.
Στο θέατρο Διονύσου οι Αθηναίοι ποιητές παρουσίαζαν κάθε χρόνο τα νέα τους έργα. Έπαιρνε μάλιστα η παράσταση αυτή αγωνιστικό χαρακτήρα, γιατί κατά τη διαδικασία αυτή αναδεικνύονταν και βραβεύονταν τα καλύτερα έργα. Ο χρόνος της διεξαγωγής των αγώνων δεν ήταν τυχαίος. Συνδεόταν με την άνοιξη και συνεπώς με τον οργιαστικό χαρακτήρα της λατρείας του Διονύσου. Παράλληλα, υπήρξαν και άλλοι πρακτικοί λόγοι για την επιλογή του χρόνου. Εκείνη την περίοδο, οι γεωργικές εργασίες ήταν περιορισμένες και ο αγροτικός πληθυσμός πιο ελεύθερος. Άλλωστε, η πολυπληθής παρουσία στην Αθήνα ξένων και συμμάχων, το χρονικό αυτό διάστημα, που έρχονταν για να εκπληρώσουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους, έδινε στην πόλη την ευκαιρία να προβάλει μέσα από τους δραματικούς αγώνες τη δόξα και το μεγαλείο.
Η επιμέλεια και η οργάνωση των Ληναίων ανήκε στη δικαιοδοσία του άρχοντα βασιλιά. Στα Μεγάλα Διονύσια όμως το έργο αυτό είχε ανατεθεί από την Αθηναϊκή Δημοκρατία στον επώνυμο άρχοντα. Αυτός διάλεγε τα έργα των ποιητών που θα διδάσκονταν, τους ηθοποιούς που θα ερμήνευαν τους θεατρικούς ρόλους και αναζητούσε τους εύπορους πολίτες που θα επωμίζονταν τα έξοδα της χορηγίας, όπως λεγόταν η τιμητική αυτή λειτουργία. Ο χορηγός χρηματοδοτούσε και την προετοιμασία του χορού.
Οι κριτές των έργων ήταν δέκα. Εκλέγονταν με κλήρο μέσα στο θέατρο, από ένα πολύ μακρύ κατάλογο Αθηναίων πολιτών, ο οποίος είχε συνταχθεί λίγες μέρες πριν από τον δραματικό αγώνα. Μετά το τέλος των παραστάσεων, ο καθένας έγραφε σε πινακίδα την κρίση του. Τις πινακίδες έριχναν σε κάλπη από την οποία τραβούσαν πέντε. Από αυτές προέκυπτε, ανάλογα με τις ψήφους που έπαιρνε κάθε έργο, το τελικό αποτέλεσμα.
Ο νικητής ποιητής, αλλά και ο χορηγός στεφανώνονταν με κισσό, το ιερό φυτό του Διονύσου. Είχαν το δικαίωμα να φτιάξουν χορηγικό μνημείο στην περίφημη οδό Τριπόδων και στον τρίποδα αναγράφονταν οι συντελεστές της παράστασης. Ένα τέτοιο μνημείο διασώθηκε στην Αθήνα, το «χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη» (φανάρι του Διογένη). Παράλληλα τα ονόματα των ποιητών, των πρωταγωνιστών, των χορηγών, οι τίτλοι των δραμάτων και το αποτέλεσμα της κρίσης χαράζονταν σε πλάκες που τις κατέθεταν στο δημόσιο αρχείο. Οι πλάκες αυτές ονομάζονταν διδασκαλίες.
Οι χορευτές, αν και ερασιτέχνες, εισέπρατταν μια στοιχειώδη αποζημίωση. Ακόμα, ο χορηγός εξασφάλιζε τροφή για τους χορευτές και στέγη για τις πρόβες. Τέλος φρόντιζε για χοροδιδάσκαλο κι αυλητή και παράλληλα φρόντιζε για την ενδυμασία των υποκριτών, των χορευτών και των βουβών προσώπων. Η αναζήτηση των ηθοποιών για την ερμηνεία των ρόλων ήταν έργο του κράτους. Στην αρχή, που ο ποιητής ήταν και ηθοποιός, το πρόβλημα δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Όταν όμως οι ηθοποιοί έγιναν τρεις για κάθε έργο και πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των παραστάσεων, το πρόβλημα οξύνθηκε. Βαθμιαία δημιουργήθηκε ολόκληρη συντεχνία ηθοποιών, «οι περί τον Διόνυσο τεχνίτες», στους οποίους αναθέτονταν οι θεατρικοί ρόλοι.

ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
α) Ο βασικός συντελεστής της παράστασης ήταν σίγουρα ο ποιητής. Συγκέντρωνε πολλαπλούς ρόλους που έπρεπε να εκπληρώνει στο ακέραιο, για να πετύχει η παράσταση. Ο ποιητής ήταν ο συγγραφέας, ο μουσικοσυνθέτης, ο σκηνοθέτης, ο χορογράφος, ο σκηνογράφος και τουλάχιστον στα πρώτα δράματα και ο ερμηνευτής.
β) Βασικά, η ερμηνεία των ρόλων ανήκε σε επαγγελματίες ηθοποιούς, πολλών από τους οποίους γνωρίζουμε τα ονόματα, όπως του Θεοδώρου, πρωταγωνιστή της Αντιγόνης, ή του γνωστού ρήτορα Αισχίνη.
Στην παράσταση, η εμφάνιση των ηθοποιών ήταν μεγαλοπρεπής. Ο τελετουργικός χαρακτήρας του αρχαίου θεάτρου, αλλά και η ίδια η φύση των ρόλων (ήρωες, θεοί, ημίθεοι, βασιλιάδες) επέβαλαν και την ανάλογη ενδυμασία. Έτσι οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες φορούσαν χιτώνες ποδήρεις στολισμένους με ζωηρά χρώματα, όταν ήταν ευτυχισμένοι, και φαιά, όταν έπεφταν σε δυστυχία. Οι θεοί διακρίνονταν από τα σύμβολά τους και οι μάντεις, όπως ο Τειρεσίας, έφεραν μάλλινο ένδυμα (αγρηνόν) πάνω από τον χιτώνα.
Οι ηθοποιοί φορούσαν ψηλά παπούτσια με πολύ χοντρό πέλμα, για να μεγαλώνουν το ανάστημά τους, ώστε να φαίνονται πιο επιβλητικοί και μεγαλοπρεπείς. Αυτά τα παπούτσια, αργότερα, ονομάστηκαν κόθορνοι, ενώ διάφορα παραγεμίσματα κάτω απ’ τα ενδύματα, τους έκαναν μεγαλόσωμους. Το πρόσωπο των ηθοποιών κάλυπτε προσωπίδα, η παρουσία της οποίας συνέχιζε τη διονυσιακή παράδοση, αλλά και παράλληλα διαμόρφωνε τον κατάλληλο για το έργο ανθρώπινο τύπο.
Η χρήση ιδιαίτερα της προσωπίδας οδηγεί τον θεατή πρώτα στην εξιδανίκευση των ηρώων, έπειτα, χάρη στο προσωπείο, απομακρύνεται από την καθημερινότητα και μεταφέρεται σ’ άλλο κόσμο, όπου οι ήρωες δρουν κι υποφέρουν. Έτσι καθορίζεται και ο τρόπος της υποκριτικής του ηθοποιού, ο οποίος πρέπει να χρησιμοποιήσει τη μεγαλύτερη χειρονομία, τη μεγαλόπρεπη στάση. Καθώς μάλιστα το προσωπείο δεν επέτρεπε μορφασμούς, η υποκριτική του στηριζόταν σε κινησιακά και φωνητικά μέσα. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν γυναίκες ηθοποιοί και έτσι τους γυναικείους ρόλους υποδύονταν άντρες. Οι ηθοποιοί απάγγελλαν τα επικά μέρη του δράματος, με ή χωρίς τη συνοδεία αυλού, ανάλογα με το μέτρο του ποιητικού κειμένου. Πεζά δράματα δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα. Ο χορός τραγουδούσε τα λυρικά μέρη του δράματος.
γ) Ο χορός του αρχαίου δράματος, ταυτόχρονα με το τραγούδι, χόρευε με έναν εκφραστικό και μιμητικό τρόπο. Έτσι ο χορός, με το τραγούδι και τις κινήσεις του σώματος των χορευτών, εξέφραζε τα συναισθήματά του. Ο Κάρολος Κουν έγραψε για τον χορό: «Πρωταρχικός παράγοντας του αρχαίου θεάτρου θα είναι πάντοτε ο χορός. Νοηματικά και λεκτικά, ηχητικά και μουσικά, κινησιακά και πλαστικά ο χορός διαμορφώνει το κλίμα του έργου, φωτίζει τους ήρωες και προβάλλει με το πάθος του τα μηνύματα του ποιητή». Συνήθως ο χορός αντιπροσώπευε την κοινή γνώμη.
Ο χορός έμπαινε από τη δεξιά προς τον θεατή πάροδο κατά τα ζυγά (5Χ3) ή κατά στοίχους (3Χ5). Επικεφαλής του χορού, κατά την είσοδό του από την πάροδο, βάδιζε ο αυλητής που με τον ήχο του αυλού συνόδευε την κίνηση και την όρχησή του. Ο χορός τραγουδούσε τιςεπωδούς[6] ακίνητος. Όμως, με τον ίδιο ήχο και την ίδια όρχηση εκτελούσε τις στροφές[7] από τα αριστερά προς τα δεξιά, ενώ τιςαντιστροφές[8] αντίθετα. Το χαρούμενο τραγούδι (υπόρχημα) συνόδευε ζωηρός χορός. Συνήθως το έψαλλαν προς τιμή του Απόλλωνα. Κατά τη διδασκαλία του δράματος ο χορός είχε τα νώτα στραμμένα προς τους θεατές και μόνο ο κορυφαίος συχνά διαλεγόταν με τους ηθοποιούς.
Οι χορευτές ήταν ντυμένοι απλούστερα από τους υποκριτές. Η ενδυμασία τους ήταν ανάλογη προς τα πρόσωπα τα οποία υποδύονταν.
Γενικά, η παράσταση του αρχαίου δράματος προϋπόθετε την αρμονική σύνθεση πολλών υψηλών τεχνών και τη συνεργασία πλήθους ανθρώπων.

ΤΟ ΚΟΙΝΟ
Χιλιάδες Αθηναίοι κατέκλυζαν κάθε χρόνο, την 9η του Ελαφηβολιώνα, το θέατρο του Διονύσου. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, μέτοικοι και ξένοι μπορούσαν να λάβουν μέρος στη μεγάλη αυτή λαϊκή γιορτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Το κράτος είχε φροντίσει να δώσει από το δημόσιο ταμείο στους άπορους πολίτες το αντίτιμο του εισιτηρίου (θεωρικό). Από την εποχή του Περικλή, τα θεωρικά τα έπαιρναν όλοι οι πολίτες. Ο εργολάβος του θεάτρου (θεατρώνης), που έπαιρνε το εισιτήριο για τις παραστάσεις, υποχρεωνόταν να δώσει ένα ποσό από τις εισπράξεις στο δημόσιο ταμείο και να φροντίζει για την καλή κατάσταση του θεάτρου και των σκευών του.
Ειδικοί υπάλληλοι του κράτους, οι ραβδούχοι, εφοδιασμένοι με ραβδιά, φρόντιζαν να τηρηθεί η τάξη και όλο αυτό το πλήθος να τακτοποιηθεί στις θέσεις του. Τις πρώτες θέσεις, τις προεδρίες, καταλάμβαναν οι άρχοντες, ενώ η κεντρικότερη και πιο επίσημη έδρα προοριζόταν για τον ιερέα του Διονύσου.
Οι θεατές περνούσαν στο θέατρο ολόκληρη την ημέρα. Γι’ αυτό έφερναν μαζί τους και τα ανάλογα εφόδια. Οι παραστάσεις άρχιζαν μετά τις επίσημες τελετές. Οι μύθοι ήταν γνωστοί. Άλλαζε μόνο η μουσική, η ερμηνεία, η φιλοσοφία του έργου. Άλλωστε από τον προάγωνα, μια διαδικασία που γινόταν παραμονές των γιορτών στο ωδείο (στεγασμένο θέατρο), οι ποιητές παρουσίαζαν στο θεατρικό κοινό τους συντελεστές της παράστασης και το ενημέρωναν για το περιεχόμενο των έργων που θα παρακολουθούσαν.
Στον αρχαίο κόσμο, κανένα άλλο κοινό δεν ήταν τόσο ενημερωμένο και δεν ένιωθε τόσο καλά τις παραστάσεις, όσο το αθηναϊκό. Οι θεατές χειροκροτούσαν και επευφημούσαν, αλλά και δε δίσταζαν να σφυρίζουν και να αποδοκιμάζουν το έργο, όταν αγανακτούσαν. Ο ρήτορας Αισχίνης αντιμετώπισε μια τέτοια έκρηξη του κοινού ως τριταγωνιστής. Για τρεις ημέρες το αθηναϊκό κοινό ζούσε την ένταση των δραματικών αγώνων και στο τέλος της τρίτης μέρας μάθαινε το αποτέλεσμα.

ΟΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΤΡΑΓΙΚΩΝ
α) Πριν από τους τρεις μεγάλους, υπήρξαν αξιόλογοι τραγικοί ποιητές, για τους οποίους πολύ λίγα γνωρίζουμε. Πρώτος αναφέρεται οΘέσπης, που εισήγαγε τον πρώτο υποκριτή και χρησιμοποίησε ως μέσα μεταμφίεσης των ηθοποιών, εκτός από την τρυγία, και το ψιμύθιο(άσπρη βαριά σκόνη, πούδρα από ανθρακικό μόλυβδο). Αργότερα αντικατέστησε τα παλιότερα από φύλλα ή φλοιό προσωπεία (μάσκες) με άλλα από λινό ύφασμα, επιχρισμένο με γύψο. Επίσης, αντικατέστησε το τροχαϊκό τετράμετρο των διαλογικών μερών με το ιαμβικό τρίμετρο.
β) Μετά από τον Θέσπη, ο μαθητής του Χοιρίλος ο Αθηναίος εισήγαγε τη λαμπρή αμφίεση των υποκριτών και τελειοποίησε τα προσωπεία, ενώ ο Πρατίνος ο Φλειούσιος ήταν ο εφευρέτης του σατυρικού δράματος.
γ) Σημαντική ήταν η προσφορά του Φρύνιχου του Αθηναίου, μαθητή του Θέσπη. Εκτός από τα γυναικεία πρόσωπα που εισήγαγε, συνέθεσε τραγωδίες με υποθέσεις εμπνευσμένες από σύγχρονα ιστορικά γεγονότα και όχι από μύθους. Τουλάχιστον δύο τραγωδίες του έχουν υπόθεση από τους Περσικούς πολέμους. Η πρώτη, «Μιλήτου άλωσις», έχει σαν θέμα την καταστροφή της Μιλήτου, το 494 π.Χ., από τους Πέρσες. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι επέβαλαν πρόστιμο 1.000 δραχμών στον ποιητή, γιατί τους θύμισε οικεία κακά και απαγόρευσαν την επανάληψη του έργου. Με τις «Φοίνισσες», το 476 π.Χ., κέρδισε την πρώτη του νίκη. Το θέμα της ήταν ο αντίκτυπος στην Περσία της νίκης των Ελλήνων στη Σαλαμίνα.
Όλα τα έργα των ποιητών αυτών έχουν χαθεί, εκτός από λίγα αποσπάσματα.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Ο πρώτος τραγουδιστής που άρχιζε το τραγούδι και το επαναλάμβανε ο χορός.
[2] Κατά τον Αριστοτέλη, η αισθητική αρχή που αποτελεί κριτήριο επιτυχίας του τραγικού μύθου είναι το «κατά εικός και το αναγκαίο». Αυτό σημαίνει ότι η μορφή, η πλοκή και η σύνθεση της τραγωδίας πρέπει να είναι στοιχεία φυσικά, εύλογα, λογικά, αληθοφανή (εικός) και να συμφωνούν με την αισθητική και την ηθική αναγκαιότητα (αναγκαίο).
[3] Μια άστοχη ενέργεια του τραγικού ήρωα. Ο όρος «αμαρτία» στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη δηλώνει το διανοητικό λάθος και όχι την ηθική παρεκτροπή. Αυτό όμως μπορεί να οδηγεί σε παράβαση του ηθικού νόμου.
[4] Οι τρεις ενότητες της τραγωδίας, δηλαδή τα μορφικά στοιχεία της τραγωδίας στα οποία περιορίζεται η δράση σε τόπο και χρόνο, είναι: η ενότητα της υπόθεσης (μύθου), η ενότητα του χρόνου και η ενότητα του τόπου.
[5] Τα μέτρα της αρχαίας ελληνικής ποίησης στηρίζονται στην εναλλαγή της μακρόχρονης και βραχύχρονης συλλαβής και είναι διάφορα. Δύο από αυτά είναι το ιαμβικό (υ-) τρίμετρο και το τροχαϊκό (-υ) τετράμετρο που έχουν της εξής μορφή:
Ιαμβικό τρίμετρο: υ-, υ-/υ-,υ-/υ-,υ- (συνήθως ισχύει στη μορφή: χ-υ-/χ-υ-/χ-υ-) π.χ. ος ουδεπώ/ποτ’ είπεν άνθ/ρακας πρίω.
Τροχαϊκό τετράμετρο: -υ,-υ/-υ.-υ/-υ,-υ/-υ- π.χ. Θυμέ, θυμ’ α/μηχάνοισι/κήδεσιν κυ/κώμενε.
[6] Ποιητική στροφή που ακολουθεί μετά από τις στροφές και τις αντιστροφές στα χορικά.
[7] Ένα σύστημα στίχων που ενώνονταν με νοηματική, συνήθως, αυτοτέλεια. Τη στροφή τραγουδούσε το α' ημιχόριο.
[8] Σύστημα στίχων που ακολουθεί κι αντιστοιχεί στη στροφή. Την αντιστροφή τραγουδούσε το β' ημιχόριο.
 από Τ.ΠΑΣΧΟΣ




Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Μακεδονικά νομίσματα


Μακεδονικά νομίσματα


ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΛΛΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ   (ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ τών ΕΘΝΩΝ)   (stavretta)
 ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Μακεδονικά νομίσματα


Αργυρό τετράδραχμο Λυσιμάχου
(Εμπροσθότυπος: κεφαλή Μ. Αλεξάνδρου κερασφόρου
Οπισθότυπος: Αθηνά Νικηφόρος)


Παρουσιάζουμε σήμερα μια σειρά νομισμάτων που έκοψαν οι Μακεδόνες Βασιλείς μέχρι την οριστική κατάλυση του Βασιλείου από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.). 
Η ιδιαίτερη σημασία τους έγκειται στο γεγονός ότι οι επιγραφές τους με τα ονόματα των βασιλέων είναι ελληνικές, προς μεγάλη απογοήτευση των Σκοπιανών, οι οποίοι θα προτιμούσαν βέβαια να είναι γραμμένες στο ...κυριλλικό αλφάβητο!
 Υπενθυμίζουμε ότι στον Αττικό νομισματικό κανόνα υπήρχαν οι εξής υποδιαιρέσεις:

Οβολός 0,72 γραμ.
Δραχμή (6 οβολοί) 4,30 γραμ. περίπου
Μνα (100 δραχμές) 433 γραμ. περίπου
Τάλαντον (60 μνές) 26 χιλιόγραμμα περίπου

Οι παραπάνω ονομασίες με τα πολλαπλάσιά τους (δίδραχμο, τετράδραχμο κλπ) και τα υποπολλαπλάσια (ημίδραχμο, τριώβολον, τετρώβολον κλπ), ήσαν αρχικά μονάδες βάρους και κάποιες από αυτές (δραχμή, οβολός) χρησιμοποιήθηκαν στην συνέχεια για να εκφράσουν αντίστοιχες ποσότητες μετάλλων (χρυσός, άργυρος, χαλκός κλπ), που άρχισαν να κυκλοφορούν με την μορφή νομισμάτων.
Οι Μακεδόνες Βασιλείς χρησιμοποιήσαν στις κοπές των νομισμάτων τους εκτός από το Αττικό και άλλους κανόνες όπου μονάδα ήταν οστατήρ, το βάρος του οποίου διέφερα από περιοχή σε περιοχή και από χώρα σε χώρα. 
Οι περσικοί στατήρες ζύγιζαν 11,50 γραμμάρια, ενώ οι Βαβυλωνιακοί γύρω στα 10 γραμ. 
Ο μακεδονικός στατήρας ζύγιζε 10,50 γραμ. περίπου, ενώ ο λεγόμενος "βαρύς στατήρας" περίπου 14,50 γραμ.
ΔΕΕ
Αλέξανδρος Α΄ (498-454 π.Χ.)
Αργυρόν Οκτάδραχμον (28.56 g)
κοπή: Περίπου 470-460 π.Χ.



Αλέξανδρος Α΄ (498-454 π.Χ.)
Αργυρό τετράδραχμο (13.02 g)
Κοπή: Περίπου 460-454 π.Χ.



Αλέξανδρος Α΄ 
"ελαφρύ" αργυρό τετρώβολον


Περδίκκας Β΄  451-413 π.Χ.
"ελαφρύ" αργυρό τετρώβολον
(1.90 g)



Αρχέλαος 413-399 π.Χ.
Αργυρός στατήρ (10.65 g)

Αρχέλαος 413-399 π.Χ.
Αργυρός στατήρ
(Ε: Κεφαλή Απόλλωνος Ο: Ίππος)





Αρχέλαος 413-399 π.Χ.
"ελαφρύ" αργυρό τετρώβολον (1.89 g)

Αέροπος Β΄ 398/7-395/4 π.Χ.
Αργυρός στατήρ 
(Ε: Κεφαλή Απόλλωνος ταινιοφόρος
Ο: Ίππος)



Παυσανίας 394/393 π.Χ.
Αργυρό "ελαφρύ" Δίδραχμο (6,05 g)




’Αμύντας Γ΄ 393/392 και 391 - 370 π.Χ.
"ελαφρά" αργυρά διώβολα (1,75 g)

Φίλιππος Β΄ 359-336 π.Χ.
Αργυρό τετράδραχμο


Φίλιππος Β΄ 359-336 π.Χ.
Χρυσός στατήρ (8,58 g)



 Αργυρό τετράδραχμο
Μ. Αλεξάνδρου



 Μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (11 Ιουνίου 323 π.Χ.),  ανακηρύχθηκε βασιλεύς ο ετεροθαλής αδελφός του Aρριδαίος με το όνομα Φίλιππος Γ΄ , ενώ μετά την γέννηση (πιθανόν τον Αύγουστο του 323) του γιου της Pωξάνης, το βρέφος ανακηρύχθηκε συμβασιλεύς (Aλέξανδρος Δ΄). 



Φίλιππος Γ΄ - Αρριδαίος 323-317 π.Χ.
Αργυρή δραχμή  (4.37 g)
Ε: Κεφαλή Ηρακλέους Ο: Ζεύς ένθρονος κρατών αετό και σκήπτρο
Νομισματοκοπείο Κολοφώνος 






Φίλιππος Γ΄ - Αρριδαίος 323-317 π.Χ
Χρυσός στατήρ (8,61 g)
Ε: Κεφαλή Αθηνάς Ο: Νίκη κρατούσα στέφανο
Νομισματοκοπείο Βαβυλώνος



Μετά την Συμφωνία του Τριπαράδεισου της Συρίας (321 π.Χ.) ο Αντίπατρος ανακηρύσσεται επίτροπος των Βασιλέων (επιμελητής αυτοκράτωρ). 
Ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμοςορίζεται «στρατηγός της Ασίας», διοικητής του βασιλικού στρατού (με υποδιοικητή τον γιο του Αντιπάτρου, τονΚάσσανδρο) και κυβερνήτης του μεγαλύτερου τμήματος της Μικράς Ασίας.
Το 319 π.Χ. απεβίωσε ο υπέργηρος Aντίπατρος, ο οποίος πριν πεθάνει όρισε «επιμελητή των βασιλέων» (=αντιβασιλέα) τον στενό συνεργάτη του, αλλά μετρίων ικανοτήτων, στρατηγό Πολυπέρχοντα, (αξιωματικό του Μ. Αλεξάνδρου, γιο του Σιμμία, ηγεμόνα των Τυμφαίων), ενώ ο γιος του Αντιπάτρου, ο Kάσσανδρος παρέμεινε χιλίαρχος (διοικητής του στρατού) των απομάχων. Η ατυχής αυτή επιλογή είχε ως συνέπεια έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο. 
O νεαρός και φιλόδοξος Κάσσανδρος συμμάχησε με τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, τον Λυσίμαχο και τον Πτολεμαίο εναντίον του Πολυπέρχοντα, ο οποίος θεώρησε ότι θα «δυνάμωνε τον Θρόνο» προσκαλώντας την εξόριστη στην Ήπειρο Ολυμπιάδα, να επιστρέψει στην Μακεδονία. Αυτή όμως η ενέργεια του Πολυπέρχοντα θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες, όπως αποδείχθηκε.
Η Oλυμπιάδα, ακόμη στην Ήπειρο, ανέλαβε την επιμέλεια του Aλέξανδρου Δ΄, ο οποίος μαζί με την μητέρα του Ρωξάνη, στάλθηκαν από τον Πολυπέρχοντα στην Ολυμπιάδα, ένα ακόμα λάθος του. 
Η φιλόδοξη (αλλά άπειρη πολιτικά) Αδαία–Ευρυδίκη, η σύζυγος του Φιλίππου Γ΄, επωφελήθηκε από την κατάσταση και ήλθε σε συνεργασία με τον Κάσσανδρο, από τον οποίον ζήτησε να αναλάβει την επιμέλεια του Βασιλείου επιστρέφοντας από την Πελοπόννησο. 
Είχε όμως να κάνει με την αδίστακτη Ολυμπιάδα, η οποία ξεκίνησε (με τον Αλέξανδρο Δ΄ και έναν μικρό στρατό που συγκέντρωσε ο Πολυπέρχων) για την Μακεδονία και θα συναντηθούν τελικώς με τον μακεδονικό στρατό της Ευρυδίκης και του Φιλίππου Γ΄ στα σύνορα Ηπείρου–Μακεδονίας.
 Η αιματοχυσία αποσοβήθηκε, όταν ο μακεδονικός στρατός αρνήθηκε να πολεμήσει εναντίον της μητέρας του Μ. Αλεξάνδρου και με αυτόν τον τρόπο έπεσαν στα χέρια της Ολυμπιάδας ο Φίλιππος Γ΄–Αρριδαίος και λίγο αργότερα η Ευρυδίκη. 
Επιστρέφοντας στην Μακεδονία η Ολυμπιάδα διέταξε να φυλακιστεί το βασιλικό ζεύγος κάτω από φρικτές συνθήκες και τον Σεπτέμβριο του 317 τους εκτέλεσε.
 Δεν σταμάτησε όμως εκεί, αλλά έκανε προγραφές εναντίον όσων υποψιαζόταν ότι υποστήριζαν τον Κάσσανδρο, εκτελώντας τον αδελφό του Kασσανδρου, Nικάνορα και άλλους 100 επιφανείς Mακεδόνες.
 Εσπευσμένα ο Kάσσανδρος επέστρεψε από την Πελοπόννησο, η Oλυμπιάδα οχυρώνεται στην Πύδνα, αλλά αναγκάζεται να παραδοθεί. Για τα εγκλήματά της καταδικάσθηκε από την Συνέλευση του μακεδονικού στρατού σε θάνατο (316 π.Χ.). 
O Kάσσανδρος γίνεται κύριος της Μακεδονίας, παντρεύεται την κόρη του Φιλίππου Β΄ και αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκη και ιδρύει την Kασσανδρεία, στην θέση της Ποτίδαιας. 
O Aλέξανδρος Δ΄ και η Pωξάνη θα σταλούν  στην Aμφίπολη. 
Ο Κάσσανδρος θα ιδρύσει τον επόμενο χρόνο (315 π.Χ.) την Θεσσαλονίκη, δίπλα στον αρχαίο οικισμό της Θέρμης, ενώ παράλληλα είχε έντονη ανάμειξη στα πράγματα της Aσίας και του Aιγαίου, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου συνεχίσθηκαν οι συγκρούσεις με τον Πολυπέρχοντα και τον γιο του Αλέξανδρο.
Μετά την ήττα στην Γάζα το 312 π.Χ. του γιου του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου, του Δημητρίου Πολιορκητή,  ο Σέλευκος μπόρεσε να επιστρέψει στην Βαβυλώνα, οργανώνοντας τον πόλεμο εναντίον του Αντιγόνου. 
Η φθορά και των δύο πλευρών θα τους οδηγήσει τον επόμενο χρόνο (311 π.Χ.) σε συμφωνία Ειρήνης και συμβιβασμό, αλλά επρόκειτο για απλή ανακωχή. 
O Kάσσανδρος αναγνωρίζεται ως «στρατηγός εν Eυρώπη», αλλά μόνον μέχρι την ενηλικίωση του Αλεξάνδρου Δ΄.
Το καλοκαίρι του 309 π.Χ. ο Πολυπέρχων και ο στρατός του προχώρησαν από την σύμμαχό του Αιτωλία προς την Μακεδονία, στην Τυμφαία, την περιοχή καταγωγής του, έχοντας μαζί του την Βαρσίνη και τον γιο της από τον Μ. Αλέξανδρο, τον νεαρό Ηρακλή. 
Ο Κάσσανδρος, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο να αυτομολήσουν οι στρατιώτες του προς τον τελευταίο νόμιμο διεκδικητή του μακεδονικού θρόνου, τον Ηρακλή και τον προστάτη του, Πολυπέρχοντα, ήλθε σε συνεννόηση με τον τελευταίο και τον έπεισε να δολοφονήσει τον Ηρακλή και την μητέρα του.
 Ο ανεκδιήγητος Πολυπέρχων δέχτηκε τα ανταλλάγματα του Κασσάνδρου, προχώρησε στις δολοφονίες και επέστρεψε στην Πελοπόννησο, όπου εγκαταστάθηκε μέχρι τον θάνατό του, το 303/302 π.Χ. σε ηλικία άνω των 90 ετών. 
Αμέσως μετά, ο αδίστακτος Κάσσανδρος, έχοντας κατά νου τον όρο της Συνθήκης του 311 π.Χ. για την ενηλικίωση του Αλεξάνδρου Δ΄, θα προχωρήσει στην εξόντωση του Αλέξανδρου Δ΄ και της Ρωξάνης, φροντίζοντας να μη μαθευτεί το γεγονός.
 Έτσι, με αυτόν τον τραγικό τρόπο έσβησε άδοξα ο βασιλικός οίκος των Αργεαδών–Τημενιδών.
Στον ελλαδικό χώρο ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Κασσάνδρου και Πτολεμαίου Α΄, όταν ο δεύτερος έφθασε στην Ελλάδα το 308 π.Χ. με στόχο να ανασυστήσει την συμμαχία της Κορίνθου, αλλά θα αποτύχει και συνθηκολογώντας με τον Κάσσανδρο θα αποχωρήσει, επιστρέφοντας στην Αίγυπτο. Καλύτερη τύχη είχε ο γιος του Αντίγονου του Μονόφθαλμου, ο Δημήτριος, ο οποίος πέτυχε να εκδιώξει το 307 π.Χ. τον Δημήτριο τον Φαληρέα από την Αθήνα, όπου αποκατέστησε την Δημοκρατία με αποτέλεσμα να τιμηθούν, αυτός και ο πατέρας του, από τους Αθηναίους.
Το 306 π.Χ. ο Δημήτριος αναχώρησε για την Κύπρο για να πολεμήσει εναντίον του Πτολεμαίου, ο οποίος είχε προσαρτήσει το νησί στην επικράτειά του. 
Η λαμπρή νίκη που κέρδισε στην ναυμαχία (που συμβολίζεται στα εξαιρετικά ασημένια τετράδραχμα που έκοψε αργότερα – βλ. παρακάτω Εικόνα), κοντά στην Σαλαμίνα της Κύπρου, είχε ως αποτέλεσμα να αναγορευθεί από τον στρατό ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος «βασιλεύς». Ο Αντίγονος ανακήρυξε στην συνέχεια και τον γιο του Δημήτριο βασιλέα, εννοώντας επί ολόκληρης της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου. 
Την ίδια χρονιά ανακοινώθηκε επίσημα ο θάνατος του Aλέξανδρου Δ΄. Το αποτέλεσμα ήταν να ανακηρυχθούν βασιλείς ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα, τόσο ο Λυσίμαχος στην Θράκη, όσο και ο Κάσσανδρος στην Μακεδονία, ενώ την επόμενη χρονιά (305 π.Χ.) πήρε τον τίτλο και ο Πτολεμαίος στην Αίγυπτο.
 Με αυτόν τον τρόπο η ιδέα της ενότητας εγκαταλείφθηκε και τυπικά από τους Διαδόχους, πλην του Αντιγόνου, όπως προαναφέραμε.
Το 305 π.Χ. ο Δημήτριος θα πολιορκήσει την σύμμαχο του Πτολεμαίου, την Ρόδο, όπου, παρά τις επιβλητικές πολιορκητικές μηχανές και τα τεχνάσματα που χρησιμοποίησε αναγκάστηκε την επόμενη χρονιά (304 π.Χ.) να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στην Ελλάδα, μετά την έκκληση των Αθηναίων, να τους βοηθήσει στην άμυνα της πόλης τους, που πολιορκούσε ο Κάσσανδρος. Παρά την αποτυχία του όμως να εκπορθήσει την Ρόδο, στον Δημήτριο αποδόθηκε το προσωνύμιο του «πολιορκητή» και με αυτό έμεινε στην Ιστορία (Δημήτριος ο Πολιορκητής).
Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής έφθασε στην Αθήνα στα τέλη του 304 π.Χ. νίκησε τον Κάσσανδρο και τον ανάγκασε να λύσει την πολιορκία. O Kάσσανδρος εισβάλλει στην Bοιωτία, αλλά αποκρούεται. Μέχρι τις αρχές του 302 π.Χ. ο Δημήτριος θα γίνει κύριος της Στερεάς Ελλάδος μέχρι τις Θερμοπύλες και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου και θα επιχειρήσει να δημιουργήσει μια «Ελληνική Ομοσπονδία» (βλ. σχετικά Ulrich Wilcken: Αρχαία Ελληνική Ιστορία – «Παπαζήσης» Αθήνα 1976, σελ. 350). Ο Δημήτριος θα προχωρήσει με ελληνικά συμμαχικά στρατεύματα στην Θεσσαλία εναντίον του Κασσάνδρου, αλλά θα αποχωρήσει όταν πληροφορήθηκε ότι οι Πτολεμαίος, Λυσίμαχος, Κάσσανδρος και Σέλευκος είχαν συμμαχήσει και τα στρατεύματά τους προχωρούσαν εναντίον του πατέρα του, Αντιγόνου, ο οποίος είχε φθάσει στην Φρυγία της Μικράς Ασίας.
Στα τέλη του 302 π.Χ. έφθασε και ο Σέλευκος επιστρέφοντας εσπευσμένα από την εκστρατεία του στις Ινδίες, όπου αναγκάσθηκε να παραχωρήσει στον Ινδό μονάρχη Σανδράκοττο (πρόκειται για τον ιδρυτή της περίφημης ινδικής Δυναστείας των Μωρύα, τον Chandragupta Maurya), τις ινδικές επαρχίες με αντάλλαγμα 500 πολεμικούς ελέφαντες, ένα τρομερό πολεμικό όπλο ανυπολόγιστης αξίας για την εποχή εκείνη.
 Οι αντίπαλοι θα διαχειμάσουν στην περιοχή και στις αρχές της νέας χρονιάς θα συγκρουσθούν σε μια αποφασιστική μάχη στην Ιψό της Φρυγίας (301 π.Χ.).
Οι πολεμικοί ελέφαντες θα διαδραματίσουν σημαντικότατο ρόλο στην μάχη, η οποία θα λήξει με ήττα του Αντίγονου του Μονόφθαλμου, που στα 81 χρόνια του, θα πολεμήσει μεν με γενναιότητα, αλλά θα πέσει νεκρός στο πεδίο της μάχης.
Ο Δημήτριος Πολιορκητής θα διαφύγει την σύλληψη και θα συνεχίσει τον αγώνα τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, για να αιχμαλωτισθεί τελικώς (285 π.Χ.) από τον στρατό του Σελεύκου Α΄ και να πεθάνει κρατούμενος το 283 π.Χ.
 Η Ιστορία όμως έδειξε δικαιοσύνη και ο γιος του, Αντίγονος Γονατάς, θα ανακηρυχθεί μερικά χρόνια αργότερα βασιλεύς της Μακεδονίας, οι δε απόγονοί του, οι Αντιγονίδες θα κρατήσουν τον θρόνο μέχρι την οριστική κατάλυση του Βασιλείου από τους Ρωμαίους.
Το 298/297 π.Χ. θα αποβιώσει και ο Κάσσανδρος από υδρωπικία και σκώληκες στα σπλάχνα του, κατά τον περίφημο περιηγητή του 2ου μ.Χ. αιώνα Παυσανία (Ελλάδος Περιήγησις, 9.7.2), την οποία ερμηνεύει ως τιμωρία των θεών για τα εγκλήματά του κατά του οίκου του Μ. Αλεξάνδρου. Ανεξαρτήτως όμως της συμπεριφοράς του, θα πρέπει να του αναγνωριστεί ότι εργάστηκε σκληρά για την ενδυνάμωση της Μακεδονίας και την οικονομική ανόρθωση του Βασιλείου.
Ορειχάλκινα νομίσματα
Βασιλέως Κασσάνδρου (306-298/297 π.Χ.)

Ε: Κεφαλή Ηρακλέους με λεοντή 
Ο: Έφιππος νεαρός άνδρας

Ε: Περικεφαλαία με παραγναθίδες
Ο: Λόγχη

Δημήτριος ο Πολιορκητής

Αργυρό τετράδραχμο (17 g περίπου)
Ε: Πλώρη πλοίου - Φτερωτή Νίκη
Ο: Ποσειδών κρατών τρίαινα
Νομισματοκοπείο Πέλλας

Αργυρό τετράδραχμο (16,94 g)
Ε: Κεφαλή Δημητρίου Πολιορκητού φέρουσα διάδημα
Ο: Ποσειδών Ασφαλαίος καθήμενος σε βράχο 

Αργυρό τετράδραχμο (16,94 g)
Ε: Κεφαλή Δημητρίου Πολιορκητού φέρουσα διάδημα
Ο: Ποσειδών κρατών τρίαινα και στηρίζοντας το πόδι του σε βράχο
Νομισματοκοπείο Χαλκίδος 
  
Χρυσός στατήρ (8,62 g)
Ε: Κεφαλή Αθηνάς Ο: Νίκη κρατούσα στέφανο
Νομισματοκοπείο Ταρσού
(Σύμφωνα με τους ειδικούς αποτελεί πιθανότατα "βαρβαρική"
απομίμηση του αυθεντικού νομίσματος)


Μακεδονικά νομίσματα (3)


 Χρυσός στατήρ Φιλίππου Γ΄ Αρριδαίου

(Οπισθότυπος)



Τα αρχαία μακεδονικά νομίσματα (3)



Δυναστεία Αντιγονιδών

Αμέσως μετά την ανάρρησή του στον θρόνο της Μακεδονίας (276 π.X.) οAντίγονος Β΄ Γονατάς (γιος του Δημητρίου Α΄ Πολιορκητή και εγγονός του στρατηγού του Μ. Αλεξάνδρου, του  Αντίγονου Α΄ του Μονόφθαλμου), θα αρχίσει την αναδιοργάνωση του Βασιλείου και σύντομα θα αποκαταστήσει την κυριαρχία της Mακεδονίας στην Θεσσαλία και πιθανόν στην Παιονία, αν κρίνουμε από την ίδρυση στην περιοχή (κοντά στο σημερινό Kavadarci, σύμφωνα με τον Hammond: The Macedonian State, σελ. 310) μιας πόλης με το όνομα Αντιγόνεια, μάλλον επί της βασιλείας του γιου και διαδόχου του ηγεμόνα των Παιόνων Αυδωλέοντος, του Λέοντος.

Όταν το 275 π.Χ. ο βασιλεύς της Ηπείρου Πύρρος επέστρεψε από την εκστρατεία του στην Ιταλία, θα αρχίσει τις προετοιμασίες για επίθεση στην Μακεδονία, με στόχο να ανατρέψει τον Αντίγονο Β΄ και να ξανακερδίσει τον θρόνο της Μακεδονίας.

 Τον επόμενο χρόνο (274 π.Χ.) ο Πύρρος θα εισβάλει στην Μακεδονία και θα νικήσει τον Αντίγονο Β΄, τον οποίον εγκατέλειψαν οι Μακεδόνες στρατιώτες και μόνον οι Γαλάτες μισθοφόροι του Αντίγονου πολέμησαν μέχρι τέλους, με μεγάλες απώλειες. Σύντομα θα καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. 
Ο εξόριστος βασιλιάς της Σπάρτης Κλεώνυμος, που ένωσε τις δυνάμεις του με τον Πύρρο, θα καταλάβει την Έδεσσα. Τότε, οι Γαλάτες μισθοφόροι του Πύρρου λεηλάτησαν και βεβήλωσαν τους βασιλικούς τάφους στιςAιγές, μια ιερόσυλη πράξη, την οποία ο Πύρρος άφησε ατιμώρητη, έχοντας ανάγκη τις υπηρεσίες των Γαλατών μισθοφόρων. Αυτό το γεγονός όμως προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στους Μακεδόνες εναντίον του Βασιλιά της Ηπείρου, ο οποίος άφησε έναν από τους γιους του, τονΠτολεμαίο ως κυβερνήτη της Μακεδονίας και ο ίδιος επέστρεψε στην Ήπειρο, πιθανότατα στις αρχές του 273 π.Χ. 
Ο Αντίγονος Β΄ θα επιχειρήσει να εκδιώξει τον Πτολεμαίο, αλλά θα ηττηθεί και πάλι στην μάχη.
Στις αρχές του 272 π.Χ. ο Πύρρος, έχοντας πεισθεί από τον Κλεώνυμο, θα επιχειρήσει μια σημαντική εκστρατεία στην Πελοπόννησο, όπου θα εισβάλει στην Λακωνία, αλλά θα αποκρουστεί από τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι πολέμησαν με μεγάλη αυτοθυσία σε μια μάχη όπου θα σκοτωθεί ο γιος του Πύρρου, ο Πτολεμαίος. Τελικά, θα βρει και ο ίδιος άδοξο θάνατο σε μια οδομαχία στο Άργος.
Μετά τον θάνατο του Πύρρου, ο άλλος γιος του Έλενος, που τον ακολουθούσε στην εκστρατεία, θα αναγκαστεί να παραδοθεί στον Αντίγονο Β΄ Γονατά, ο οποίος είχε φθάσει στην Πελοπόννησο και είχε συμμαχήσει με την Σπάρτη.
Ο Αντίγονος Β΄ θα απελευθερώσει τον Έλενο και θα έλθει σε συμφωνία με τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί βασιλεύς, τονΑλέξανδρο Β΄ της Ηπείρου, να αποχωρήσει από την Μακεδονία και την Θεσσαλία.
 Η Τυμφαία, η Παραυαία και η Ατιντανία συμφωνήθηκε να παραμείνουν στους Ηπειρώτες.
Ο Αντίγονος Β΄ θα επιδοθεί και πάλι στην προσπάθεια ανασύνταξης του Μακεδονικού Βασιλείου, αλλά για λίγα μόνον χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του θα κυλήσουν με συνεχείς συγκρούσεις εναντίον των εχθρών του.
Το 240/239 π.Χ. ο γηραιός (ήταν περίπου 80 ετών) Αντίγονος Β΄ Γονατάς θα αποβιώσει, παραδίδοντας στον γιο του ένα Βασίλειο, του οποίου τουλάχιστον τα σύνορα ήσαν διασφαλισμένα από εξωτερικούς εχθρούς.
 Υπήρξε ένας συνετός ηγεμόνας και διακρινόταν για την μετριοπάθεια και την σταθερότητά του. Μαθητής του Στωϊκού φιλοσόφου Ζήνωνα, αντιμετώπιζε το αξίωμά του ως «ένδοξη δουλεία», σύμφωνα με την σχετική ρήση προς τον γιο του, τον βασιλόπαιδα Αλκυονέα (Ουκ οίσθα, ω παι, την βασιλείαν ημών ένδοξον είναι δουλείαν;). Θεωρείται αν όχι ο ικανότερος, τουλάχιστον ένας από τους ικανότερους μονάρχες της εποχής του (βλ. Ιστορία Ελληνικού Έθνους - τομ. Δ΄, σελ. 387). O γιος του,Δημήτριος B΄ (239–229 π.Χ.), που ήταν 35 ετών όταν ανέβηκε στον θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα, λόγω της συμμαχίας μεταξύ Aιτωλικής και Aχαϊκής συμπολιτείας με στόχο την Mακεδονία. 
Λόγω των επιτυχιών του εναντίον των Αιτωλών, αναφέρεται συχνά με το προσωνύμιο «Αιτωλικός».
Την Άνοιξη του 229 π.Χ. ο Δημήτριος Β΄ θα αποβιώσει, λίγο πριν από την έναρξη του Α΄ Ιλλυρικού πολέμου. 
Η μορφή του και η προσωπικότητά του παραμένουν σκιώδεις λόγω του γεγονότος ότι οι υπάρχουσες πηγές είναι εξαιρετικά φειδωλές (βλ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ό.π. σελ. 144).
 Ο θάνατός του πάντως προκάλεσε σύγχυση στο Βασίλειο, μια και ο διάδοχός τουΦίλιππος από την Χρυσηίδα, ήταν μόλις 8 ετών και έπρεπε να οριστεί επίτροπος. 
Τελικώς οι Μακεδόνες επέλεξαν τον Αντίγονο, γιο του Δημητρίου του Καλού (ετεροθαλής αδελφός του Αντιγόνου Β΄ Γονατά και επομένως εξάδελφος του Δημητρίου Β΄), ο οποίος έλαβε τον τίτλο του «στρατηγού» – διοικητή του στρατού (Αντίγονος Γ΄ Δώσων). 
Ο Αντίγονος θα νυμφευθεί την χήρα του Δημητρίου Β΄ και σύμφωνα με μια πηγή αποφάσισε να μη κάνει παιδιά μαζί της για να μη θέσει σε κίνδυνο την διαδοχή του Φιλίππου.
 Αργότερα ο Αντίγονος ονομάστηκε «Δώσων», μια μακεδονική λέξη που σημαίνει «φύλακας» και πιθανόν «επίτροπος, κηδεμόνας». Έχει υποστηριχθεί (βλ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ό.π. σελ. 144, αλλά και Χάμοντ: Ιστ. Μακ. Τόμ. Γ΄, σελ. 355) ότι σύντομα ανέλαβε τον πλήρη βασιλικό τίτλο.
Ο Αντίγονος Γ΄ Δώσων επέτυχε αξιόλογα αποτελέσματα κατά την οκταετή βασιλεία του. Αντιμετώπισε με επιτυχία τα σοβαρότατα προβλήματα που είχαν προκύψει την εποχή του θανάτου του Δημητρίου Β΄. Αξιοποίησε με θαυμαστή ευστροφία τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν στην νότια Ελλάδα, όπου αποκατέστησε την θέση της Μακεδονίας κατά ιδανικό τρόπο, δημιουργώντας ένα πρωτοποριακό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο αποτελούσε εγγύηση για το μέλλον.
Όταν ο Φίλιππος Ε΄ ανέβηκε στον θρόνο δεν είχε ακόμα ενηλικιωθεί και την επιτροπεία του ανέλαβαν αυτοί που είχε ορίσει ο Αντίγονος Δώσων.
 Τον Ιούλιο όμως του 220 π.Χ. θα αναλάβει πλήρως την εξουσία και θα προσπαθήσει να ανταπεξέλθει στα προβλήματα και τους κινδύνους που αντιμετώπιζε η Μακεδονία. Ήδη στην Πελοπόννησο οι Αιτωλοί είχαν δημιουργήσει μια δυσάρεστη κατάσταση, η οποία απαιτούσε άμεσες αποφάσεις. 
Στις αρχές του καλοκαιριού του 220 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄ επικεφαλής του μακεδονικού στρατού βρέθηκε στην Κόρινθο, όπου συνεκάλεσε το συμβούλιο της Συμμαχίας. Αποφασίσθηκε η κήρυξη πολέμου («Κοινός» ή Συμμαχικός Πόλεμος) εναντίον της Αιτωλικής Συμπολιτείας, η απελευθέρωση όλων των πόλεων ή περιοχών που είχαν εξαναγκαστεί να συμμαχήσουν με τους Αιτωλούς και η μεταφορά του ελέγχου των Δελφών από την Αιτωλική Συμπολιτεία στην Δελφική Αμφικτιονία. Στην ίδια συνάθροιση η Συμμαχία δέχθηκε ως μέλος μια ομάδα πόλεων από την Κρήτη με επικεφαλής την Λύττο.
 Η υπόλοιπη χρονιά κύλησε με προετοιμασίες, ο δε Φίλιππος Ε΄ επέστρεψε στην Μακεδονία, όπου τον χειμώνα του 220/219 π.Χ. εκπαίδευσε τις δυνάμεις του και βελτίωσε την άμυνα εναντίον των Δαρδάνων.
[...]
Τα γεγονότα του 216 π.Χ. σηματοδότησαν σημαντικότατες εξελίξεις, όχι μόνον για το Βασίλειο της Μακεδονίας, αλλά και για την Παγκόσμια Ιστορία. Την χρονιά αυτήν (τον Αύγουστο) ο ρωμαϊκός στρατός θα υποστεί την μεγαλύτερη καταστροφή της ιστορίας του, στις Κάννες της νότιας Ιταλίας, από τον Καρχηδόνιο στρατηλάτη Αννίβα. 
Η Ρώμη έμοιαζε να φθάνει στο τέλος της.
Οι ειδήσεις αυτές έφθασαν στον Φίλιππο Ε΄, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει κάποιες ναυτικές επιχειρήσεις στο Ιόνιο, χωρίς όμως επιτυχία και είχε επιστρέψει στην Πέλλα.
Μετά από σχετικές διαπραγματεύσεις στην διάρκεια του χειμώνα, ο Φίλιππος Ε΄ θα συνάψει Συμμαχία με τον Αννίβα, το καλοκαίρι του 215 π.Χ. Σε εφαρμογή αυτής της συνθήκης, ο Φίλιππος Ε΄ θα αρχίσει τις επιθέσεις του εναντίον ρωμαϊκών κτήσεων στον ελληνικό χώρο, θα καταλάβει την Κέρκυρα, βάση του ρωμαϊκού στόλου, στα τέλη του 215 π.Χ. και θα πολιορκήσει την ισχυρά οχυρωμένη Απολλωνία, όπου θα ηττηθεί στην στεριά και στην θάλασσα από τις ρωμαϊκές δυνάμεις, που με επικεφαλής τον Μ. Βαλέριο Λαιβίνο στάλθηκαν εσπευσμένα να λύσουν την πολιορκία.
Με αυτόν τον τρόπο άρχισε ο λεγόμενος Α΄ Μακεδονικός πόλεμος(215-205 π.Χ.), σε μια σειρά απεγνωσμένων προσπαθειών της Μακεδονίας να αντισταθεί στην αυξανόμενη επιθετικότητα και αρπακτικότητα της Ρώμης.
[...]
Το φθινόπωρο του 200 π.Χ. δυο ρωμαϊκές λεγεώνες αποβιβάστηκαν στις μακεδονικές περιοχές της Ιλλυρίας και επιτέθηκαν στην Αντιπάτρεια(σημερ. Βεράτι), κυρίευσαν την πόλη και σφαγίασαν τους κατοίκους της, ξεκινώντας με αυτόν τον τρόπο τις εχθροπραξίες του Β΄ Μακεδονικού πολέμου (200-196 π.Χ.).
 Αμέσως μετά από αυτά τα γεγονότα οΠλευράτος των Αρδιαίων, ο Βάτων των Δαρδάνων και ο Αμύνανδροςτων Αθαμάνων θα σπεύσουν να συμμαχήσουν με την Ρώμη. O Ρωμαίος στρατηγός και ύπατος για το έτος 200 π.Χ. ο Π. Σουλπίκιος Γάλβας, θα εισβάλει το επόμενο έτος στην Μακεδονία, θα καταλάβει την πόληKέλετρον (σημερ. Καστοριά), αλλά θα υποστεί συνεχείς απώλειες από τις επιθέσεις του Φίλιππου E΄. Το φθινόπωρο του 199 π.Χ. οι μέχρι τότε επιφυλακτικοί Αιτωλοί θα προσχωρήσουν και αυτοί στην αντιμακεδονική συμμαχία. Για τον Φίλιππο Ε΄ ο πόλεμος αυτός ήταν αμυντικός, όχι για την απόκτηση νέων εδαφών, αλλά για την διατήρηση των κεκτημένων. Επέδειξε το ίδιο ακατάβλητο σθένος, όπως και στην διάρκεια του Α΄ Μακεδονικού πολέμου.
Οι συνθήκες όμως είχαν μεταβληθεί άρδην εις βάρος της Μακεδονίας και αυτό αποδείχθηκε τελικώς από την ολέθρια μάχη στην θεσσαλική τοποθεσία Kυνός Kεφαλές, όπου ο στρατός του Φιλίππου E΄ θα υποστεί συντριπτική ήττα, τον Ιούνιο του 197 π.Χ. από τον ρωμαϊκό στρατό, διοικητής του οποίου ήταν ο Τίτος Κοΐντιος Φλαμινίνος. Αμέσως μετά την μάχη ο Φίλιππος Ε΄ ζήτησε ανακωχή και συνάντηση για να συμφωνηθούν οι όροι της συνθηκολόγησης με την Ρώμη, αλλά ο Φλαμινίνος, ενώ συμφώνησε για την ανακωχή, δήλωσε ότι οι όροι θα καθορισθούν από την ρωμαϊκή Σύγκλητο. Στην διάρκεια της τετράμηνης ανακωχής, ο Φίλιππος Ε΄ αντιμετώπισε μια ακόμα εισβολή Δαρδάνων, οι οποίοι θεώρησαν ότι μετά την ήττα η Μακεδονία θα ήταν απροστάτευτη. Ο Μακεδόνας βασιλεύς με μια δύναμη 500 ιππέων και 5000 πεζών θα πετύχει τους Δάρδανους να λεηλατούν διασκορπισμένοι, την περιοχή «γύρω από τους Στόβους» και τους κατέκοψε. Εκείνη ακριβώς την χρονική περίοδο, η Ορεστίς, η περιοχή της σημερ. Καστοριάς θα επιλέξει να αποσχισθεί από την Μακεδονία και να ζητήσει την προστασία των Ρωμαίων.
[...]
Το 195 π.Χ. ο τελευταίος αντίπαλος της Ρώμης, ο τύραννος της ΣπάρτηςΝάβις, θα συντριβεί σε μια εκστρατεία, στην οποία συμμετείχαν και 1500 Μακεδόνες, στα πλαίσια όχι μόνον των υποχρεώσεων της Μακεδονίας από την συνθήκη με την Ρώμη, αλλά και ως εκδίκηση του Φιλίππου Ε΄ εναντίον του Νάβιδος, στον οποίον ενώ του είχε εκχωρήσει το Άργος, συμμάχησε αιφνιδιαστικά με τους Ρωμαίους, τον Χειμώνα του 198/197 π.Χ.
Το 194 π.Χ. οι Ρωμαϊκές δυνάμεις αναχώρησαν για την Ιταλία, φορτωμένοι με αναρίθμητα λάφυρα, που είχαν συγκεντρωθεί σχεδόν από κάθε ελληνική πόλη–κράτος. Στην πομπή του Θριάμβου που τελέστηκε στην Ρώμη, παρουσιάστηκαν τεράστιες ποσότητες νομισμάτων χρυσού, αργύρου και χαλκού, αγάλματα και οπλισμός, ενώ μπροστά από το άρμα του Φλαμινίνου βάδιζαν ως όμηροι, ο μικρότερος γιος του Φιλίππου Ε΄, ο Δημήτριος και ο γιος του Νάβιδος, ο Αρμένας.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια μέχρι τον θάνατό του (179 π.Χ.), ο Φίλιππος Ε΄ αφιερώθηκε στην αναδιοργάνωση και ισχυροποίηση του Βασιλείου του, αλλά με περιορισμένα αποτελέσματα. Το γεγονός όμως που σίγουρα τον εξουθένωσε ήταν η ρήξη του με τον γιο του Δημήτριο, που είχε επιστρέψει το 191 π.Χ. από την ομηρία του στην Ρώμη και ο οποίος είχε αποκτήσει σαφή φιλορωμαϊκά αισθήματα. Ο μεγαλύτερος γιος του (από την Πολυκράτεια) και διάδοχος, ο Περσεύς, θα συγκρουστεί με τον ετεροθαλή αδελφό του και θα πείσει τον πατέρα τους να τον εκτελέσει (180 π.Χ.). Εικάζεται ότι αργότερα ο Φίλιππος Ε΄ μετάνιωσε, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος, πριν έλθει σε άμεση σύγκρουση με τον Περσέα.
Ο Φίλιππος Ε΄ υπήρξε ένας μεγάλος ηγεμόνας, με σπάνια ηγετικά και διοικητικά προσόντα, μια αξιοθαύμαστη προσωπικότητα, όπως έδειξαν οι πράξεις του και παρά τα όσα του καταμαρτύρησαν ορισμένοι Ιστορικοί της εποχής εκείνης, όπως ο Αχαιός Πολύβιος (τοπικιστής και θαυμαστής της Ρώμης σε ενοχλητικό βαθμό) και ο Λατίνος Τίτος Λίβιος, οι οποίοι προσπάθησαν να αμαυρώσουν τον Μακεδόνα βασιλέα, ώστε να ανυψωθεί η ρωμαϊκή πλευρά (βλ. σχετική κριτική στο Ν. Χάμοντ: Ιστ. Μακεδ. τόμ. Γ΄ σελ. 375–376). Δυστυχώς, οι συσχετισμοί δυνάμεων ήσαν σαφώς εις βάρος του και η Τύχη συχνά τον εγκατέλειψε σε κρίσιμες στιγμές. Ο θάνατός του ήλθε στο απόγειο της Βαλκανικής πολιτικής του, που αν την ολοκλήρωνε ίσως οι εξελίξεις να είχαν άλλη πορεία. Κληροδότησε πάντως στον διάδοχό του ένα καλά οργανωμένο κράτος και μια χώρα που είχε επουλώσει αρκετά τις πληγές της από την σύγκρουσή της με την Ρώμη.
Η βασιλεία του Περσέως (179–168 π.Χ.) ξεκίνησε με μια επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον του θρακικού φύλου των Σαπαίων, οι οποίοι με επικεφαλής τον ηγεμόνα τους Αβρούπολι, είχαν εισβάλει στην ανατολική Mακεδονία. Ο Περσεύς θα επιδιώξει τα επόμενα χρόνια να βελτιώσει τις σχέσεις με τα ελληνικά κράτη, αλλά και να επαναπροσεγγίσει το Βασίλειο των Σελευκιδών, παίρνοντας ως σύζυγο την κόρη του Σελεύκου Δ΄, την Λαοδίκη. Η συμμαχία όμως αυτή θα μείνει ανενεργή, μετά από την δολοφονία του Σελεύκου Δ΄, η οποία υποκινήθηκε από τον Ευμένη Β΄ της Περγάμου.
Το 171 π.Χ. η Ρώμη, επιδιώκοντας την οριστική συντριβή της Μακεδονίας και πριν αυτή ενδυναμώσει περισσότερο, κήρυξε τον πόλεμο (Γ΄ Μακεδονικός πόλεμος, 171 - 167 π.Χ.), που κράτησε τέσσερα χρόνια, πολύ παραπάνω από όσο υπολόγιζαν οι Ρωμαίοι. Αρχικά, ο Περσεύς θα νικήσει ένα ρωμαϊκό στράτευμα στην βόρεια Θεσσαλία, σε μια μάχη κοντά στο Καλλίνικο (171 π.Χ.). Παράλληλα, θα επιδιώξει να αποκτήσει συμμάχους και θα προσεγγίσει τον ηγεμόνα των Αρδιαίων, τον Γένθιο, γιο του Πλευράτου, με τον οποίο θα συμφωνήσει τον Χειμώνα του 170/169 π.Χ. Αυτή η συμφωνία θα αργήσει να υλοποιηθεί λόγω της απληστίας του Ιλλυριού ηγεμόνα και όταν κινήθηκε ο Γένθιος ήταν ήδη αργά. Οι Ρωμαίοι θα τον συντρίψουν το 168 π.Χ.
Ο νέος Ύπατος της Ρώμης, Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, θα σφίξει μεθοδικά τον κλοιό γύρω από την Μακεδονία, στην οποία θα εισβάλει στις αρχές του καλοκαιριού. Στην αποφασιστική μάχη της Πύδνας, στην Πιερία, στις22 Ιουνίου του 168 π.Χ. ο μακεδονικός στρατός θα εκμηδενιστεί, σφραγίζοντας αμετάκλητα τις τύχες του Μακεδονικού Βασιλείου.
H Mακεδονία γίνεται συγκλητική επαρχία και διαιρείται σε τέσσερα μέρη (Μερίδες), την Πρώτη Μερίδα με διοικητικό κέντρο την Αμφίπολη, τηνΔεύτερη με κέντρο την Θεσσαλονίκη, την Τρίτη με κέντρο την Πέλλα και την Τέταρτη με κέντρο την Πελαγονία.
Το 149 π.Χ. θα ξεσπάσει η επανάσταση κάποιου Aνδρίσκου, ο οποίος εμφανιζόταν ως γιος του Περσέως (ψευδο-Φίλιππος). 
Οι Μακεδόνες θα τον ακολουθήσουν, αποδεικνύοντας ότι παρέμεναν ακόμα απτόητοι, παρά τις συμφορές και την σκληρή κατοχή. Θα νικήσει τον στρατό που έστειλε η Ρώμη υπό τις διαταγές του Ρωμαίου διοικητή Πούμπλιου Γιουβεντίου Θάλνα (Publius Iuventius Thalna), και θα γίνει κύριος της χώρας. Η ευφορία για την απελευθέρωση δεν θα κρατήσει για πολύ.
 Τον επόμενο χρόνο ο Κ. Καικίλιος Mέτελλος επικεφαλής μιας ισχυρής στρατιωτικής δύναμης θα νικήσει τον Aνδρίσκο στη Θράκη και θα τον συλλάβει αιχμάλωτο. Η Μακεδονία γίνεται Ρωμαϊκή επαρχία το Φθινόπωρο του 148 π.Χ., ενώ μια εξέγερση το 142 π.Χ. κάποιου Aλέξανδρου(ψευδο-Περσέως) θα καταπνιγεί με ευκολία.
 Αυτή υπήρξε και η τελευταία αναλαμπή.
 Η Μακεδονία θα υποκύψει οριστικά στους Ρωμαίους και στην διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας οι Μακεδόνες θα παύσουν να αναφέρονται ως ξεχωριστό φύλο.

Νομίσματα Αντιγόνου Β΄ Γονατά

Αργυρό τετράδραχμο (17,15 g)
Ε: Μακεδονική ασπίδα φέρουσα στο κέντρο
κερασφόρο κεφαλή Πανός

Ο: Αθηνά Αλκίδημος 





Αργυρή δραχμή (3,64 g)
Ε: Κεφαλή Ποσειδώνος
Ο: Αθηνά Αλκίδημος

Χάλκινο νόμισμα
Ε: Κεφαλή θεάς Αθηνάς
φέρουσα περικεφαλαία κορινθιακού τύπου
Ο: Ο θεός Παν υψώνων τρόπαιο

Χάλκινο νόμισμα
Ε: Μακεδονική ασπίδα
Ο: Μακεδονική περικεφαλαία

Αντίγονος Γ΄ Δώσων

Αργυρό τετράδραχμο (16,9 g)
Ε: Κεφαλή Ποσειδώνος
Ο: Ο θεός Απόλλων αναπαύεται γυμνός
στην πλώρη πολεμικού πλοίου

Φίλιππος Ε΄

Αργυρό τετράδραχμο (16,52 g)
Ε: Κεφαλή Φιλίππου Ε΄ με ταινία
Ο: Αθηνά Αλκίδημος

Αργυρό τετράδραχμο (17,11 g)
Ε: Κεφαλή ήρωος Περσέως
στο κέντρο μακεδονικής ασπίδας
Ο: Ρόπαλο μέσα σε στεφάνι δρυός

Αργυρό δίδραχμο (8.43  g)
Ε: Κεφαλή Φιλίππου Ε΄
Ο: Ρόπαλο μέσα σε στεφάνι δρυός


Περσεύς


Αργυρό τετράδραχμο
Ε: Κεφαλή νεαρού Περσέως
Ο: Αετός με ανοιγμένα φτερά
μέσα σε δρύϊνο στεφάνι

Αργυρό τετράδραχμο
Ε: Κεφαλή Περσέως
Ο: Αετός με ανοιγμένα φτερά
μέσα σε δρύϊνο στεφάνι

Ρωμαϊκή κατοχή

Αργυρό τετράδραχμο
Ε: Προτομή θεάς Αρτέμιδος στο κέντρο
μακεδονικής ασπίδας
Ο: Ρόπαλο μέσα σε δρύϊνο στεφάνι 


Βιβλιογραφία
Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη: "Αρχαία Μακεδονία"
David R. Sear: Greek coins



Το είδαμε εδώ



ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ τών ΕΘΝΩΝ) alexandre le grand macedonia 


ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ   (ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ τών ΕΘΝΩΝ)  alexandre le grand macedonia (stavretta)

(stavretta)








Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...